Ο φόβος εξάρτησης από τον ψυχοθεραπευτή μας

Η εγγενής τάση να προσκολληθούμε σε κάποιον εκπορεύεται από την αγωνία μας ότι μπορεί να εγκαταλειφθούμε ή να εγκαταλείψουμε.

 

Οι πρώτες σχέσεις που δημιουργήσαμε στη ζωή μας με τους φροντιστές μας είχαν εξαρτητικό χαρακτήρα, καθώς η εγκατάλειψη ενός βρέφους σημαίνει ουσιαστικά το θάνατο του. Ο άνθρωπος εξελίσσεται μέσα από αυτήν τη βιολογική και συναισθηματική εξάρτηση και μεγαλώνει. Αργότερα, ως ενήλικες θα επαναλάβουμε αυτό το δέσιμο με νέα αγαπημένα πρόσωπα. Όσο πιο υγιείς οι πρώιμες σχέσεις μας, τόσο πιο εύκολες και ανθεκτικές οι σχέσεις μας μεγαλώνοντας.

 

Σχέση Θεραπευτή – Θεραπευόμενου

Η σχέση που χτίζει ένας θεραπευόμενος με τον θεραπευτή του χρωματίζεται έντονα και από τα δυο μέλη, ιδιαίτερα ως προς το ζήτημα της «εξάρτησης» που υπάρχει κίνδυνος να καλλιεργηθεί ανάμεσα τους λόγω της ευαίσθητης φύσης αυτής της συμβουλευτικής και αναλυτικής σχέσης.

 

Από την πλευρά του θεραπευτή, η καλλιέργεια μιας σχέσης εξάρτησης με τους θεραπευόμενούς του εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του, το πλαίσιο που ακολουθεί στην πρακτική του, καθώς και την προσέγγιση την οποία εφαρμόζει. Ακόμη πιο σημαντικά, εξαρτάται από τη δίκη του πορεία στην προσωπική του θεραπεία ως θεραπευόμενος, όπως και από το αν ο ίδιος έχει επιλύσει ζητήματα που μπορεί να τον παροτρύνουν - έστω και ασυνειδήτως, να καλλιεργήσει σχέσεις εξάρτησης, ή αντιστοίχως να υποφέρει ο ίδιος από σύνδρομο εγκατάλειψης. Πέραν των προσωπικών του εμπειριών στη ζωή, ο θεραπευτής κινδυνεύει κι από τη σαγήνη του επαγγέλματος του, όπου πιθανόν να φαντασιώνεται ότι έχει την ικανότητα να «σώσει» κάποιον, ή ότι ο άλλος τον «χρειάζεται».

Τέτοια συμπλέγματα συζητούνται και επιλύονται κατά την εποπτεία του θεραπευτή με τον αναλυτή του, γι’ αυτό και τόσο η εποπτεία όσο και η προσωπική θεραπεία του θεραπευτή παίζουν θεμελιώδη ρόλο στην ικανότητα και ποιότητά του ως επαγγελματία.

 

Η θεραπευτική σχέση από την πλευρά του αναλυόμενου χρωματίζεται από τις πρωταρχικές σχέσεις που έχει σχηματίσει ο ίδιος στα πρώιμα του χρόνια. Για παράδειγμα, ένα παιδί που αναζήτησε τη φροντίδα του προστάτη του (μητέρα, πατέρας κ.λπ.) αλλά η φροντίδα αυτή αποδείχθηκε ανεπαρκής ή ακατάλληλη, θα κυριευτεί από άγχος στην ψυχοθεραπεία μήπως ο θεραπευτής το εγκαταλείψει ή το προδώσει, οδηγώντας ξανά στα πρώιμα αυτά συναισθήματα θλίψης. Στην περίπτωση αυτή, ο θεραπευόμενος θα γίνει αντιδραστικός με τη διάρκεια ή τη συχνότητα της θεραπείας και θα δυσκολευτεί στην αρχή να «αφεθεί» στη διαδικασία. Σε ένα δεύτερο παράδειγμα, ένα παιδί με εξαρτητική τάση και υπερπροστατευτικό γονέα, μαθαίνει να αναπτύσσεται και να νιώθει ασφάλεια μόνο όταν νιώθει συνεχώς μια προστατευτική φιγούρα «δίπλα» του. Στην ψυχοθεραπεία το άτομο αυτό ίσως αισθανθεί την ανάγκη να έχει παραπάνω επαφή με τον θεραπευτή, είτε ζητώντας μεγαλύτερη διάρκεια ή πιο συχνές συνεδρίες, είτε τηλεφωνώντας μέσα στην εβδομάδα εκτός πλαισίου σε μια προσπάθεια να νιώσει επαφή.

 

Η θεραπευτική σχέση θα αποτελέσει σπουδαίο όπλο στην εξυγίανση των παραπάνω διαστρεβλωμένων δεσμών, εφόσον το άτομο αποφασίσει να παραμείνει στη θεραπεία. Το πλαίσιο και η ιδιοσυγκρασία του θεραπευτή θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, εφόσον θα είναι οι μόνες δυο μεταβλητές που θα μπορέσουν να συγκρατήσουν και να περιβάλλουν με ασφάλεια το όλο εγχείρημα του αναλυόμενου. Η σταθερότητα και η νοήμων αγάπη που θα δεχθεί ο τελευταίος, θα τον βοηθήσει να επαναπροσδιορίσει την ποιότητα των σχέσεων που είχε μάθει να δημιουργεί και να στρέψει το βλέμμα του προς υγιέστερους δεσμούς με ισορροπημένα όρια και ξεκάθαρο πλαίσιο.

 

Επομένως, η σχέση θεραπευτή - θεραπευόμενου όχι μόνο δεν είναι εξαρτητική, αλλά μάλιστα βοηθά το άτομο να συλλέξει εργαλεία ώστε να οδεύσει στην πραγματική ψυχική ανεξαρτησία και ενηλικίωση. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της θεραπευτικής αυτής σχέσης ως μιας ακλόνητης βάσης, ικανή να στηρίξει τους ταξιδιώτες στην ανακάλυψη και θεραπεία των εγκαταλειπτικών τους τρόμων.  Η θεραπευτική σχέση λειτουργεί ως «πρόβα» για τις σχέσεις που θα δημιουργηθούν καθώς το άτομο προχωρά στην ψυχοθεραπεία του και θεραπεύεται. Ο θεραπευτής ανεξαρτήτως του φύλου του μέσα στο θεραπευτικό ταξίδι θα αποτελέσει μητέρα και πατέρα, εμπνέοντας τις ανάλογες αντιδράσεις στο πρόσωπο του και υποστηρίζοντας τον αναλυόμενο να ξεδιπλώσει την ιστορία του μη φοβούμενος πια να εγκαταλειφθεί, ή και ο ίδιος να εγκαταλείψει.

 

Η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο και σεβασμό και από τις δυο πλευρές, καθώς και εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό ο θεραπευτής που θα επιλέξουμε να μας εμπνέει εξ αρχής εμπιστοσύνη και ασφάλεια. 

Κάθε φορά που περιμένουμε με αγωνία την επόμενη συνεδρία με τον ψυχοθεραπευτή μας, δεν σημαίνει ότι εξαρτόμαστε από αυτόν. Σημαίνει ότι όπως ένας μαθητής ανυπομονεί να δει τον δάσκαλο του ώστε να γεμίσει γνώση, έτσι και εμείς αποζητούμε το επόμενο βήμα, την επόμενη λέξη που θα μας δώσει την απάντηση και την ώθηση που χρειαζόμαστε προς την εξέλιξη μας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι εξαρτόμαστε πλέον από την εξέλιξη μας και αγωνιούμε να μην μείνουμε πίσω. Είμαστε εξαρτημένοι λοιπόν από αυτή τη συνθήκη που είχαμε την τύχη να δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας, ποτέ όμως από το πρόσωπο. Ο θεραπευτής όταν είναι ικανός, μπορεί να αποτελέσει όργανο μετάδοσης της γνώσης, ο ίδιος όμως ποτέ δεν την αντικαθιστά. Η δίψα μας λοιπόν απευθύνεται στη γνώση, όχι σε κάποια συγκεκριμένη μορφή ή πρόσωπο. Ο άνθρωπος εθίζεται πλέον στην εξέλιξη του και στην ορθή γνώση. Όχι στην αναπαραγωγή παλαιών κακέκτυπων προτύπων.

 

Και γιατί πρέπει πάντα να «προσκολλόμαστε» σε κάτι, ρωτάτε. Γιατί κανείς ποτέ δεν ερωτεύτηκε χωρίς να μείνει κρεμασμένος από το χείλος του άλλου, κανείς δεν πέτυχε στη σπουδή του χωρίς μερόνυχτα αφιερωμένα στο βιβλίο, κανείς δεν αγάπησε παιδί χωρίς να χαθεί στο βλέμμα του. Πώς λοιπόν ζητάμε από ένα ανθρώπινο ον να εξελιχθεί, αφαιρώντας του το πάθος για ζωή;

Next
Next

Τα παιδιά των ουσιών: Πρόταση προς τους γονείς